Ο ομηρικός Οδυσσέας αποτελεί την επιτομή του περιπλανώμενου ταξιδευτή και του πολυταξιδεμένου ναυτικού. Αλλά φαίνεται πλέον ολοένα πιθανότερο ότι είχε προδρόμους και μάλιστα πολύ παλαιότερους, οι οποίοι «όργωναν» το Αιγαίο και τις άλλες θάλασσες της Ανατολικής Μεσογείου πολλές δεκάδες χιλιάδες χρόνια νωρίτερα.
Για πρώτη φορά, πριν περίπου δέκα χρόνια, όταν επιστήμονες ανακοίνωσαν ότι βρήκαν στην Κρήτη λίθινα εργαλεία ηλικίας τουλάχιστον 130.000 ετών, αυτός ο εντυπωσιακός ισχυρισμός αντιμετωπίσθηκε μάλλον με σκεπτικισμό.
Όμως έκτοτε έχουν συσσωρευθεί νέα στοιχεία, που ενισχύουν την πεποίθηση ότι πριν δεκάδες χιλιάδες χρόνια τολμηροί ταξιδευτές είχαν διασχίσει τη θάλασσα και είχαν φθάσει στην Κρήτη και σε άλλα νησιά. Δεν μπορεί μάλιστα να αποκλεισθεί η πιθανότητα να επρόκειτο για Νεάντερταλ, τα «ξαδέρφια» του συγχρόνου ανθρώπου (Homo sapiens), σύμφωνα με δημοσίευμα του κορυφαίου επιστημονικού περιοδικού «Science».
Σε παρουσίασή του στην Εταιρεία Αμερικανικής Αρχαιολογίας τον Απρίλιο, ο αρχαιολόγος ‘Αλαν Σίμονς του Πανεπιστημίου της Νεβάδα στο Λας Βέγκας ανέφερε ότι τα νέα ευρήματα υποδηλώνουν πως η ώθηση για θαλασσινά ταξίδια, καθώς και η αναγκαία τεχνογνωσία για κάτι τέτοιο, είναι πολύ παλαιότερα από ό,τι συνήθως πιστεύεται.
«Η ορθόδοξη άποψη μέχρι πολύ πρόσφατα ήταν ότι δεν υπήρχαν θαλασσοπόροι έως την πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Τώρα πια όμως μιλάμε για ναυτικούς Νεάντερταλ. Πρόκειται για μια θεαματική αλλαγή», πρόσθεσε ο αρχαιολόγος Τζον Τσέρι του Πανεπιστημίου Μπράουν του Ρόουντ ‘Αϊλαντ.
Επί πολλά χρόνια η κυρίαρχη επιστημονική άποψη ήταν ότι η ικανότητα κατασκευής ενός πλεούμενου και στη συνέχεια η ναυσιπλοΐα μέχρι ένα μακρινό προορισμό κατέστησαν εφικτά μόνο μετά την εμφάνιση της γεωργίας, της εξημέρωσης των ζώων, των πόλεων και του πολιτισμού. Το αρχαιότερο γνωστό πλεούμενο στον κόσμο, το οποίο έχει βρεθεί στην Ολλανδία, χρονολογείται προ 10.000 ετών περίπου, μια χρονολογία που φαίνεται να επιβεβαιώνει την κυρίαρχη θεωρία περί θαλάσσιων ταξιδιών.
Επίσης, οι αρχαιότερες πειστικές ενδείξεις για ταξίδι με ιστιοφόρο προέρχονται από το Αρχαίο Βασίλειο της Αιγύπτου περί το 2500 π.Χ., ενώ οι πιο παλαιές ενδείξεις για τη διάσχιση ανοικτού ωκεανού, μεταξύ Ινδίας και Αραβίας, χρονολογούνται γύρω στο 2000 π.Χ.
Όμως σταδιακά μια νέα επιστημονική «αφήγηση» αρχίζει να αναδύεται – και αφορά άμεσα τις θάλασσες εκείνης της περιοχής που αργότερα ονομάσθηκε Ελλάδα. Λίθινα εργαλεία, οστά και άλλα αντικείμενα διάσπαρτα λένε σιγά-σιγά μια τελείως διαφορετική ιστορία, παρόλο που ασφαλώς είναι δύσκολο έως αδύνατο να έχουν επιβιώσει έως την εποχή μας ξύλινα πλεούμενα.
Η αρχή έγινε με την Ανατολική Ασία. Πρόγονοί μας που ανήκαν στο είδος του «Όρθιου Ανθρώπου» (Homo erectus) φαίνεται πως διέσχισαν αρκετά χιλιόμετρα βαθιών θαλασσών, πριν τουλάχιστον ένα εκατομμύριο χρόνια, περνώντας από το ένα νησί της Ινδονησίας στο άλλο. Ενώ πριν από περίπου 65.000 χρόνια πρόγονοί μας «έμφρονες» άνθρωποι (Homo sapiens) έφθασαν έως την Αυστραλία δια θαλάσσης.
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις υπάρχει όμως ο επιστημονικός αντίλογος ότι πιθανώς επρόκειτο για τυχαία ταξίδια. Για παράδειγμα, μπορεί ένα τσουνάμι να παρέσυρε μερικούς ανθρώπους στη θάλασσα -κατά προτίμηση μαζί με κάποιο μεγάλο ξύλο για να σκαρφαλώσουν πάνω του- και στη συνέχεια, με τη βοήθεια των ρευμάτων, κατέληξαν σε μακρινά νησιά.
ΑΠΕ-ΜΠΕ